Καλύβας

Καλύβας
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γιάννης. Καταγόταν από τη Λιβαδειά. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. 2. Κώστας. Αδελφός του προηγούμενου. Στον Αγώνα ακολούθησε τον Αθανάσιο Διάκο. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες και σκοτώθηκε ενώ πολεμούσε στην Αλαμάνα. 3. Κώστας. Καταγόταν από τη Δωρίδα. Ήταν οπλαρχηγός του Σκαλτσοδήμου, με τον οποίο πολέμησε πριν ξεκινήσει η Επανάσταση. Στη διάρκεια του Αγώνα πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Πέθανε το 1828. 4. Μήτσος. Καταγόταν από τη Λιβαδειά. Ήταν αδελφός του Γιάννη και του Κώστα (1., 2.). Υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Αθανάσιου Διάκου πριν από την Επανάσταση. Στον Αγώνα πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στη Λιβαδειά και στην Αταλάντη. Σκοτώθηκε ενώ πολεμούσε γενναία στη μάχη της Αλαμάνας το 1821.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καλύβας — Καλύβᾱς , Καλύβη hut fem acc pl Καλύβᾱς , Καλύβη hut fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύβας — καλύβᾱς , καλύβη hut fem acc pl καλύβᾱς , καλύβη hut fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλύβας, Γεώργιος — (μέσα 15ου αι. – αρχές 16ου αι.). Λόγιος από την Κρήτη. Αφού έμεινε για αρκετό διάστημα στη Ρόδο μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους (1522), επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου διετέλεσε ιερέας, δάσκαλος και καλλιγράφος. Είναι σίγουρο ότι… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • ανθυποφορά — Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι… …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • COHORS — περίβολος est, quâ plurima aedificia continentur. Varro, Cohors, quod, ut in villa ex pluribus tectis coniungitur ac quiddam fit unum, sic haec ex manipulis copulatur Cohors. Unde et cohortem pro villa dixêre. Addit, a coercendo dictam. Sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HYPSURANIUS — Tyri conditor, iuxta Sanchuniathonem, apud Euseb. Praep. Euang. l. 1. ubi eum tradit οἰκῆσαι Τύρον, καλύβας τε ἐπινοῆσαι ἀπὸ καλάμων καὶ θρύων καὶ παπύρων, habitasse Tyri, et fabricasse casas ex calamis, iuncis et papyris. A quo Sacerdotes Tyrii… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”